απογευματινός — κ. απογεματινός κ. απογιοματινός, ή, ό 1. αυτός που γίνεται απόγευμα ή έχει σχέση μ αυτό 2. φρ. «είμαι απογευματινός», εργάζομαι μόνο απόγευμα «θα πάω στην απογευματινή» (ενν. παράσταση θεάτρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < απόγευμα. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
υποδείελος — ον, Α αυτός που γίνεται κατά το δείλι, απογευματινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δείελος «απογευματινός»] … Dictionary of Greek
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
επιδείελος — ἐπιδείελος, ον (Α) (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐπιδείελα μετά το μεσημέρι, προς το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δείελος «απογευματινός, βραδινός» (πρβλ. δείλη «δειλινό»)] … Dictionary of Greek
μεταμεσημβρινός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετά τη μεσημβρία και μέχρι την εσπέρα χρονικό διάστημα, απογευματινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μεσημβρινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
απογεματινός — ο βλ. απογευματινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δειλινός — ή, ό ο απογευματινός, ο εσπερινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταμεσημβρινός — ή, ό ο απογευματινός: Μεταμεσημβρινός περίπατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)